πλατόνι

πλατόνι
το, Ν
είδος ελαφιού με πολύκλαδα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύς (πρβλ. γλαρ-όνι, ψαρ-όνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καπρί — το και κάπρος, ο αρσενικός χοίρος, αγριόχοιρος: Θέλω τ ανήμερο καπρί, τ αρκούδι, το πλατόνι, καθημερνή μου κι ακριβή να τα χω συντροφιά μου (Κ. Κρυστάλλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”